- σπαρματσέτο
- σπαρματσέτο, το και σπερματσέτο, το(λ. ιταλ.), κερί από λίπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπαρματσέτο — και σπερματσέτο, το, Ν 1. το κητόσπερμα, λιπαρή ύλη που βρίσκεται στις εγκεφαλικές κοιλότητες μερικών κητών 2. κερί από κητόσπερμα ή από άλλες ουσίες, εκτός τού κεριού τής μέλισσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. spermaceti < λατ. sperma… … Dictionary of Greek
σπερμακήτειο — το, Ν το σπαρματσέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + κήτος (πρβλ. σπαρματσέτο)] … Dictionary of Greek
ξιγγοκέρι — και ξιγκοκέρι και ξυγκοκέρι, το κερί κατασκευασμένο από ξίγγι, από λίπη, το σπαρματσέτο … Dictionary of Greek
σπερματσέτο — το, Ν βλ. σπαρματσέτο … Dictionary of Greek
στεατοκήριο — το, Ν κερί με κύριο συστατικό την στεαρίνη, σπαρματσέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος «λίπος» / κηρίον «κερί». Η λ., στον λόγιο τ. στεατοκήριον, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
spermanţet — SPERMANŢÉT s.n. Substanţă grasă de culoare albă, cu aspect de ceară, obţinută din craniul de caşalot, de balenă, de delfin şi întrebuinţată în cosmetică şi la fabricarea lumânărilor; ceară de balenă. [var.: spermanţétă s.f.] – Din ngr.… … Dicționar Român
σπερματσέτο — το βλ. σπαρματσέτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)